Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τέ τι φιλοπ

См. также в других словарях:

  • θρησκοληψία — η ο υπέρμετρος θρησκευτικός ζήλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Φιλοπ. Παρασκευαΐδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μακροαπόδοτος — και μακραπόδοτος, ον (Α) αυτός που έχει απομακρυσμένη την απόδοση (α. «μακροαπόδοτος λέξις», Φιλόπ: β. «μακροαπόδοτος σύνταξις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἀπόδοτος (< ἀποδίδω)] …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… …   Dictionary of Greek

  • χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»